Γενικές πληροφορίες
Το γιαπωνέζικο ουίσκι φτιάχνεται όχι από ρύζι, όπως το γιαπωνέζικο σάκε, αλλά με τον παραδοσιακό σκωτσέζικο τρόπο, χρησιμοποιώντας κριθάρι, νερό και μαγιά. Τα περισσότερα, μάλιστα, γιαπωνέζικα ουίσκι έχουν πιο ελαφριά, πιο γλυκιά γεύση από εκείνη των αντίστοιχων της Σκωτίας, ενώ, από την άλλη, θυμίζουν περισσότερο τα ιρλανδέζικα.
Το γιαπωνέζικο ουίσκι είναι πιο εκλεπτυσμένο και βελούδινο στην υφή, από το πιο έντονο και βαρύ αποτέλεσμα που αφήνει στους ουρανίσκους το ουίσκι των Highlanders. Η Ιαπωνία, όμως, δεν ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια το ουίσκι, απλώς η Δύση άργησε να δώσει τη βάση και τη σημασία που αξίζει στην ιαπωνική παραγωγή. Η Άπω Ανατολή ασχολείται με την απόσταξη εδώ και έναν αιώνα περίπου και η πιο διάσημη μάρκα της -τότε Yamazaki, σήμερα Suntory- γιόρτασε πέρυσι τα 90α της γενέθλια.
Το ιστορικό
Η ιστορία λέει ότι όταν ένα κιβώτιο σκωτσέζικο ουίσκι έφτασε στην Ιαπωνία το 1872, είχε τόση απήχηση στους Ασιάτες, που ξεκίνησε η οικιακή παραγωγή του ποτού, η οποία εν τέλει οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου αποστακτηρίου του Yamazaki το 1923, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Suntory, που είναι και η διασημότερη μάρκα ιαπωνικού ουίσκι εκτός συνόρων.
Διαφορές και ομοιότητες
Τι είναι αυτό, όμως, που διαφοροποιεί το ιαπωνικό από όλα τα άλλα ουίσκι του κόσμου; Οι κανόνες παρασκευής του ποτού στην Ιαπωνία δεν έχουν πολλές ομοιότητες με εκείνες της Σκωτίας. Στην Άπω Ανατολή τα ουίσκι κατηγορίας malt προέρχονται από βρασμένο κριθάρι ενός και μόνο αποστακτηρίου, ενώ επιτρέπεται η ανάμειξη διαφόρων παρτίδων μεταξύ τους. Τα ουίσκι κατηγορίας blended συνδυάζουν μέρη από malt και μη ουίσκι, διαφόρων ηλικιών, και από διαφορετικά μάλιστα αποστακτήρια.
Αντίθετα με αυτό που συνηθίζεται στα σκωτσέζικα αποστακτήρια, όπου οι ποτοποιοί αναμειγνύουν ελεύθερα τα βαρέλια από διάφορες μάρκες μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν νέες ποικιλίες, στο ιαπωνικό σύστημα οι εταιρείες δημιουργούν νέες ποικιλίες, μπλέκοντας βαρέλια της ίδιας και μόνο εταιρείας και αποστακτηρίου, διατηρώντας όλες τις διαδικασίες «εντός των τειχών».
Για την παλαίωση του ουίσκι μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε είδος βελανιδιάς, ενώ ακόμα ένας παράγοντας που διαχωρίζει το ιαπωνικό, από τα άλλα της κατηγορίας του, είναι η χρήση της ιαπωνικής ποικιλίας βελανιδιάς Mizunara. Το συγκεκριμένο δέντρο είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που δίνει στο ουίσκι ένα ιδιαίτερα γλυκό και πιπεράτο άρωμα. Η χρήση, δε, διαφορετικών ξύλων για το ίδιο προϊόν έχει ως αποτέλεσμα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους προϊόντα.
Κάτι επίσης σημαντικό, στοιχείο για την ποιότητα του προϊόντος, είναι η καθαρότητα του νερού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τους, και όχι μόνο. Το νερό από τις βουνίσιες πηγές όχι μόνο συμβάλλει στην ποιότητα του ποτού, αλλά οι Γιαπωνέζοι μπάρμαν φροντίζουν ακόμα και στο σερβίρισμα για την ποιότητα του προϊόντος, χρησιμοποιώντας πολύπλευρα παγάκια, τα οποία λιώνουν πιο αργά από τα συνηθισμένα και λάμπουν σαν διαμάντια μέσα στο ποτήρι, δίνοντας ακόμα πιο γοητευτική αίσθηση στο ουίσκι!
Εν ολίγοις.
Έχετε ακόμα υπόψη σας πως, αν το καλό ουίσκι είναι ένα ποτό για πλουσίους, το γιαπωνέζικο ουίσκι είναι ένα ποτό για πολύ πλουσίους, αλλά αν είστε λάτρης των ποιοτικών γεύσεων, αξίζει η επένδυση. Το συμπέρασμα είναι πως, ακόμα και αν στην Ελλάδα δεν το πολυγνωρίζουμε, η Ιαπωνία έχει μακρά ιστορία στην απόσταξη, περισσότερο κατηγορίας single malt, παλαίωσης 12 ετών και άνω, ενώ οι New York Times κατέγραψαν πέρυσι άνοδο των πωλήσεων του Suntory, κατά το εντυπωσιακό ποσοστό του 44%.